-
1 κίχρημι
κίχρημι (χράω), fut. χρήσω, leihen, borgen; χρῆσόν γε νῦν ἡμῖν ξυρόν Ar. Th. 219; τινί τι, Her. 3, 58; ἀργύριον αὐτῷ χρῆσαι οὐκ ἠϑέλησεν Plat. Demodoc. 384 e; προςδεηϑεὶς ἀργυρίου, προςελϑὼν τῷ πατρὶ ἐκέλευσε χρῆσαι χιλίας Dem. 49, 6; darleihen, τῶν κτημάτων σοι τῶν ἐμῶν κίχρημι ὅ τι βούλει 53, 12; κιχράς Plut. Pomp. 29. – Med. sich leihen; Antiphan. B. A. 116, 11; Plut. u. Sp., die auch κιχράω sagen, Lob. zu Phryn. 402. Vgl. χράω.
См. также в других словарях:
κιχρώ — κιχρῶ, άω (AM, Α και κίχρημι) 1. δανείζω («τῶν δε κτημάτων σοι τῶν ἐμῶν κίχρημι ὅ, τι βούλει», Δημοσθ.) 2. αφιερώνω, προσφέρω («κἀγὼ κιχρῶ αὐτὸν τῷ κυρίῳ πάσας τὰς ἡμέρας ἅς ζῇ αὐτός», ΠΔ) αρχ. διακηρύσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κί χρη μι παράγεται από το … Dictionary of Greek